Ο Φεβρουάριος μας φέρνει το Τριώδιο και ο Μάρτιος τις Απόκριες (αποκριά = αποχή από το κρέας - η περίοδος πριν από τη νηστεία της Μεγάλης Σαρακοστής). Όλη (σχεδόν) η Ελλάδα συμμετέχει σ΄ αυτήν την περίοδο της χαράς, της διασκέδασης και του ξεφαντώματος. Να ξεχάσει για λίγο τα προβλήματα που τον ταλανίζουν. Να ξεφύγει από την καθημερινότητα και όπως έλεγαν και οι αρχαίοι πρόγονοί μας «Βίος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», δηλαδή ζωή χωρίς γιορτή είναι μακρύς δρόμος χωρίς πανδοχείο (Δημόκριτος).
Το Τριώδιο (Λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας) περιέχει τους ύμνους που ψάλλονται στις ακολουθίες προετοιμασίας των πιστών για το Πάσχα, ξεκινώντας από την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου έως το Μεγάλο Σάββατο).
Οι απόκριες έλκουν την καταγωγή τους από τα αρχαία ανθεστήρια. Πρόκειται για Διονυσιακές γιορτές και συμβολίζουν το ξύπνημα της φύσης και τον ερχομό της άνοιξης.
Κάθε περιοχή της πατρίδας μας έχει τα δικά της ιδιαίτερα έθιμα την περίοδο αυτή. Κοιτίδα του ελληνισμού και ο Εύξεινος Πόντος επόμενο ήταν να γιόρταζε τις μέρες της Εμπονέστιας (η ποντιακή λέξη "Εμπονέστια" προέρχεται, κατά τον Ισαάκ Λαυρεντίδη, από την έκφραση «εμβαίνω εις την νηστείαν», και ήταν η ονομασία της Αποκριάς στον Πόντο).
Τα φαγητά που περίσσευαν από την Εμπονέστια τα έδιναν σε φτωχές τουρκάλες που τριγυρνούσαν στις ελληνικές γειτονιές για τον σκοπό αυτό. Χαρακτηριστική είναι η ερώτηση που απηύθυναν οι τουρκάλες μόλις αντίκριζαν μια ελληνίδα νοικοκυρά: «Κόγκσου, αρτούχ - μαρτούχ γιόκμου;», δηλαδή «Γειτόνισσα, περισσεύματα - ξεπερισσεύματα δεν έχει;».
Και οι ελληνίδες σχολίαζαν μεταξύ τους: «Οσήμερον οι τουρκάντ α έχ' νε μπαϊράμ». Δηλαδή «Σήμερα οι τουρκάλες θα έχουν μπαϊράμι».
Πριν κοιμηθούν το βράδυ της αποκριάς ξημερώματα της Καθαρής Δευτέρας σφράγιζαν το στόμα τους για την περίοδο της νηστείας τρώγοντας ένα αυγό λέγοντας: «Με τ' ωβόν εβούλωσά το, με τ' ωβόν θ' ανοίγ' ατο», υπονοώντας ότι με το τέλος της νηστείας, μετά την Ανάσταση το πρώτο μη νηστίσιμο που θα φαγωθεί θα είναι το κόκκινο αυγό. Οι Έλληνες του Πόντου ήταν πολύ αυστηροί με τη νηστεία. Πίστευαν ότι πολλές αρρώστιες μπορούσαν να γιατρευτούν με τη νηστεία.
Είχαν και τη δική τους κυρά-Σαρακοστή. Οι γυναίκες κατασκεύαζαν τον κουκαρά (κουκάρα = αγκίστρι εξαρτήσεως πραγμάτων) που είχε διπλή χρησιμότητα και τον κρεμούσαν στο ταβάνι χαράματα της Καθαρής Δευτέρας.
Κουκαράς
Ήταν ένα αυτοσχέδιο ημερολόγιο αλλά και ένας πρώτης τάξεως μπαμπούλας. Ο κουκαράς αποτελούνταν από ένα μεγάλο κρεμμύδι πάνω στο οποίο κάρφωναν σε ημικύκλιο εφτά φτερά από κότα ή κόκορα, όσες και οι εβδομάδες της νηστείας. Κάθε εβδομάδα που περνούσε αφαιρούσαν και ένα φτερό μέχρι να τελειώσουν όλα. Αν τα παιδιά δεν συμμορφώνονταν με το κράτημα της νηστείας τα φοβέριζαν ότι θα τα φάει ο κουκαράς.
Αν όμως τύχαινε ο κουκαράς κι έπεφτε στα χέρια των παιδιών, τον έβαζαν κάτω, τον πάταγαν, τον έλιωναν και με απορία ρωτούσαν - «Μωράσια (= παιδιά) ο Κουκαράς ιντέρια κ΄ εχ΄. Αμον κρεμμύδ΄ εν τα΄ απέσ΄ ατ», δηλαδή ο κουκαράς δεν έχει έντερα, σαν κρεμμύδι είναι το μέσα του…
Για πρώτη φορά άκουσα σήμερα τη δική μου μητέρα να μου μιλά για το έθιμο αυτό που έφερε η γιαγιά της Ειρήνη Μιχαηλίδου από την Τραπεζούντα το 1922. Στο πατρικό τους στο χωριό της Παλαγίας η γιαγιά, όπως μου είπε, κρέμαγε τον κουκαρά φτιαγμένο από πατάτα στο ταβάνι λέγοντας «όποιος ματζιρίσει θα τρώει 'τόν ο κουκαράς».
Η Καθαρά Δευτέρα επίσης ήταν ημέρα γενικού καθαρισμού όλων των σκευών και αντικειμένων που είχαν σχέση με το φαγητό. Για τον τελειότερο καθαρισμό χρησιμοποιούσαν την κατενή (=αλισίβα). Σε ένα καζάνι έβραζαν νερό με στάχτη και μ’ αυτό καθάριζαν τα μεταλλικά και ξύλινα σκεύη και αντικείμενα. Επίσης έπλεναν τα κρεατοκούρα, τα ξύλινα κούτσουρα δηλ. που επάνω έκοβαν τα κρέατα καθώς και τα κοβλάκια (ξύλινα δοχεία για βούτυρο) και τα καρσάνια (ξύλινες λεκάνες). Επιπλέον καθάριζαν και τα διάφορα στρωσίδια του σπιτιού. Στα παράλια μέρη τα σκεύη τα πήγαιναν στη θάλασσα και τα έτριβαν με την άμμο.
Οι παλιές νοικοκυρές της Νέας Χηλής σίγουρα θυμούνται αυτούς τους τρόπους πλυσίματος των σκευών τους. Έως ότου ήρθε το ΚΛΙΝ (γνωστό απορρυπαντικό της εποχής). Μιαν ημέρα, όπως λένε, ένα αυτοκίνητο έφθασε στο χωριό διαλαλώντας το πρωτοποριακό του εμπόρευμα που έκανε θαύματα. Τρέξανε οι νοικοκυρές, περικύκλωσαν τον πλανόδιο πραματευτή που κρατούσε στα χέρια του ένα άσπρο σακουλάκι
- «Θα το βάζετε μέσα στο νερό και θα πλένετε τα πιάτα και τις κατσαρόλες σας. Χωρίς βούρτσισμα, χωρίς κούραση. Θα δώσω σε όλες από ένα δείγμα και θα έρθω πάλι την άλλη Κυριακή για να αγοράσετε».
Ο πολιτισμός ήρθε στην πόρτα τους. Σταμάτησαν πια οι νοικοκυρές να τρίβουν τα σκεύη με την άμμο.
Από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, είναι και το γαϊτανάκι. Λέγεται πως πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Δεκατρία άτομα χρειάζονται για να στήσουν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα. Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια (τ’ οφρύδασ’ είν’ γαϊτάνια) και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο. Το γαϊτανάκι αποτελεί παραδοσιακή γιορτή αιώνων, διαφόρων αγροτικών κυρίως περιοχών, είναι φορέας τού πνεύματος της συναδέλφωσης, της αγάπης, της αδελφοσύνης και της ομόνοιας. Πιθανόν ο κυκλικός αυτός χορός να υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από την χαρά στη λύπη, από τον χειμώνα στην άνοιξη, από τη ζωή στο θάνατο και το αντίθετο.
Εκκλησία και απόκριες
Ειδωλολατρικό έθιμο το καρναβάλι, επόμενο ήταν η Εκκλησία να καταδικάσει και να απορρίψει τις γιορτές του καρναβαλιού με την 6η Οικουμενική Σύνοδο του 692. Όμως όπως βλέπουμε στο πέρασμα των αιώνων η εκκλησία έδειξε ανοχή και αγάπη στο έθιμο αυτό.
Και ενώ έχουμε το λαό να γλεντά και να ξεφαντώνει μασκαρεμένος, έρχεται η Μεγάλη Σαρακοστή με τους Χαιρετισμούς και το Άγιο Πάσχα για να ισορροπήσει τη σχέση λαού και εκκλησίας.
Κατανόησε η εκκλησία ότι ο λαός κουβαλά στο DNA του την προγονική παράδοση αιώνων και ότι είναι ζυμωμένος με τις ιστορικές του καταβολές.
Κατανόησε ότι έπρεπε να σκύψει και να αφουγκραστεί το ποίμνιό της και ότι ο λαός χρειάζεται αγάπη και παιδεία για να διαχειρισθεί τις παραδόσεις αιώνων με τις οποίες έχει μπολιαστεί από "πάππου προς πάππον".
Κατανόησε ότι έπρεπε να σταθεί δίπλα στο ποίμνιό της και να καταδείξει τα Ορθόδοξα κελεύσματα της Πίστης μας, που μπορούν να συνυπάρχουν αρμονικά με τη λαϊκή μας παράδοση, χωρίς αφορισμούς, χωρίς να του γυρίσει την πλάτη, θεωρώντας τον ειδωλολάτρη - αμαρτωλό.
Μη ξεχνάμε ότι και ο Χριστός που αγάπησε τον άνθρωπο και θυσιάστηκε γι αυτόν είπε «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες. Πορευθέντες δὲ μάθετε τί ἐστιν ἔλεον θέλω καὶ οὐ θυσίαν. Οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν» (κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον), με λίγα λόγια είπε ότι περισσότερη ανάγκη τον έχουν οι αδύναμοι και αμαρτωλοί…
Απόκριες στη Νέα Χηλή του χθες
Τσιγγάνα τουρκογύφτισσα, χτύπα τα πόδια τσίφτισσα (Κούλα Τοροσιάδου) |
Τα παλαιότερα χρόνια οι απόκριες για το χωριό της Νέας Χηλής ήταν γιορτή. Μικροί και μεγάλοι ντύνονταν μασκαράδες. Οι μεγάλοι έβρισκαν ευκαιρία να κάνουν διάφορες τρέλες. Άνδρες ντύνονταν γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες. Γυρνούσαν στις γειτονιές κυρίως τα βράδια και κτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών. Εκείνα τα χρόνια άνοιγαν τα σπίτια τους οι άνθρωποι (δεν υπήρχε φόβος) και προσπαθούσαν να μαντέψουν ποιοι ήταν οι μασκαράδες. Τους πρόσφεραν κεράσματα και κρασί. Έπειτα οι μασκαράδες ξεχύνονταν στους δρόμους…
Η Βάσω Πετρίδου (αριστερά) με την Δέσποινα (Ποινή) Θεοδωρίδου (με τη λύρα) |
Ποιος δε θυμάται την Ανάστα (Βαϊραμίνα) που έκανε τον σεβταλή (= ερωτύλο άνδρα). Κρέμαγε μπροστά της "ένα λιλίν με κάκαλα και πείραζε τις χήρες". Η ποντιακή διάλεκτος φύση και θέση αριστοφανική επόμενο ήταν το σεξουαλικό χιούμορ να ήταν έντονο. Αλλά όπως λένε από παλιά δεν υπάρχουν κακές λέξεις αλλά κακοπροαίρετοι άνθρωποι.
Επίσης ο Στάθης (Χαραλαμπίδης) γινόταν γραμματικός, καβαλίκευε ανάποδα ένα γάιδαρο και κρατώντας χαρτί και πέννα επισκεπτόταν τα σπίτια για να κάνει - τάχατες - απογραφή.
Κώστας Τοροσιάδης (ο Τζον Γουέιν της Ν. Χηλής) |
Όλο το χωριό συμμετείχε σ΄ αυτή τη Διονυσιακή γιορτή. Οι γυναίκες έφτιαχναν πίτες και κεράσματα και γλεντούσαν όλοι μαζί στο καφενείο του Θόδωρου Φωτιάδη (Κολοκοτρώνη). Από την κ. Ελένη Παπαδοπούλου έμαθα πως έβραζαν μια κότα, την οποίαν έκλεβαν από ξένο κοτέτσι (ο ένας έπαιρνε από το κοτέτσι του άλλου εν γνώσει τους) και πήγαιναν στο καφενείο για να γλεντήσουν.
Τα παιδιά δεν επιτρεπόταν να μπαίνουν στο καφενείο. Προσπαθούσαν πίσω από το τζάμι να δούνε τι γινόταν μέσα. Μια τέτοια βραδιά θυμάται ακόμη με πικρία η Ευρώπη: «φορούσα ένα καινούριο παλτουδάκι και κοιτούσα από το τζάμι προσπαθώντας να δω τους μεγάλους να χορεύουν. Εκείνη τη στιγμή βγήκε μια γυναίκα από το καφενείο κρατώντας μια λεκάνη με νερό και με περιέλουσε. Πάει το καινούριο παλτουδάκι μου, δε τη ξέχασα ποτέ εκείνη τη σκηνή, όσα χρόνια κι αν πέρασαν».
Ας υποδεχθούμε λοιπόν και πάλι το τρελό καρναβάλι με γέλια και χαρά! Και ας προετοιμαστούμε για την Κυρά-Σαρακοστή...
Εγώ κρατώ μια φράση του Αρχιερατικού Επιτρόπου Κερκύρας π. Θεμιστοκλή Μουρτζανού - γεννημένος στην Ερμούπολη της Σύρου (τον οποίον παλαιότερα φιλοξένησα σε ραδιοφωνική μου εκπομπή) «Είναι όμορφη η κυρα-Σαρακοστή. Γιατί μας φέρνει κοντά στην Ανάσταση. Κι όταν αυτή θα έρθει θα λησμονήσουμε τους κόπους και το δάκρυ. Και θα γευτούμε τη χαρά και το φως της καινούριας ζωής! Στη βουή του κόσμου, στα πάθη των ανθρώπων, στο χάος του τίποτα ένα νόημα ζωής, ένας κόσμος βασισμένος στην αγάπη, την προσευχή, την κάθαρση ανατέλλει μπροστά μας. Ας τον γευτούμε κι ας τον περπατήσουμε! Τον έχουμε ανάγκη! Καλή Σαρακοστή!».
Υ.Γ. Οι λαογραφικές πληροφορίες για τον Πόντο προέρχονται από την ΠΟΝΤΙΑΚΗ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ της Έλσας Γαλανίδου - Μπαλφούσια (Επιτροπή Ποντιακών Μελετών).
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
[post_ads]
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου