Ο Ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης αποτελεί το τραγικό θύμα μιας ψυχρής, μεθοδικής και μακροπρόθεσμης στρατηγικής του Τουρκικού Κράτους, της έλλειψης αντίδρασης της Ελλάδας αλλά και την αδιαφορία των χωρών που συνυπέγραψαν το 1923 την Συνθήκη της Λωζάνης (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία, Ιαπωνία, Σερβία, Ρουμανία).
Η Τουρκία υπέγραψε την Συνθήκη της Λωζάνης χωρίς να έχει την παραμικρή πρόθεση να παρέχει την συμφωνημένη προστασία στους Έλληνες χριστιανούς που παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο. Αυτό βέβαια δεν επηρέασε καθόλου την απόφαση της να αξιοποιήσει πλήρως την Συνθήκη για την «προστασία» και τον πολλαπλασιασμό των μουσουλμάνων που απέμειναν στην Ελληνική Θράκη.
Στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, τα δύο νησιά Ίμβρος και Τένεδος με 92% χριστιανικό πληθυσμό, προσφέρθηκαν από τον Λόρδο Κώρζον σαν «δώρο» στην Τουρκία με την προϋπόθεση να απολαμβάνουν καθεστώς αυτονομίας, με δική τους αστυνομία και τοπική κυβέρνηση (άρθρο 14 Συνθήκης). Οι λόγοι ήταν «γεωπολιτικοί», επειδή τα δύο νησιά βρίσκονται κοντά στην είσοδο των Δαρδανελίων ελέγχοντας πλήρως την διέλευση πλοίων από και προς τον Βόσπορο και την Μαύρη θάλασσα.
Η Τουρκία απέδειξε και αποδεικνύει συνεχώς την διαχρονική της πρόθεση αφ΄ ενός μεν να περιφρονεί όλες τις υποχρεώσεις που ανέλαβε από την Συνθήκη της Λωζάνης, αφ΄ ετέρου δε να απαιτεί φορτικά, όποτε εκτιμά ότι την συμφέρει, από όλους τους άλλους να την τηρούν με ευλάβεια!
Η θεμελίωση των παραπάνω στηρίζεται στα γεγονότα που ακολούθησαν τα 97 μέχρι σήμερα χρόνια που μεσολάβησαν από την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης, όπως π.χ.
Ο νόμος 2007 της 11ης Ιουλίου 1932 με τον οποίο απαγορεύτηκαν 26 επαγγέλματα στους ξένους (Έλληνες) υπηκόους προκειμένου να υποχρεωθούν να εγκαταλείψουν την Τουρκία - όπως ακριβώς έκαναν περισσότεροι από 10.000 Έλληνες χριστιανοί! Ο νόμος ίσχυσε για 70 χρόνια και καταργήθηκε μόλις το 2003!
Η πισώπλατη μαχαιριά της «ουδέτερης Τουρκίας» όταν ξέσπασε ο Δεύτερος Παγκόσμιος και η Ελλάδα βρέθηκε υπό Γερμανική κατοχή μαχόμενη για τα ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας. (Επιστράτευση 20 ηλικιών της αφρόκρεμας των νεαρών χριστιανών και η αποστολή τους στα βάθη της ανατολής για καταναγκαστικά έργα (1941) και η επιβολή του ρατσιστικού και εξοντωτικού «έκτακτου φόρου περιουσίας» (1942) για την αρπαγή των περιουσιών Ελλήνων, Αρμενίων και Εβραίων.
Το φονικό πογκρόμ εναντίον του Ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης την νύχτα της 6ης προς την 7η Σεπτεμβρίου 1955.
Και φυσικά οι μαζικές απελάσεις του 1964 που σχεδιάστηκαν πολλά χρόνια νωρίτερα, περιμένοντας την υλοποίηση τους «την κατάλληλη στιγμή».
Το μυστικό διάταγμα, με αριθμό 6/3801/1964, που θα εφάρμοζαν τα Τουρκικά δικαστήρια για ολόκληρες δεκαετίες ήταν ήδη έτοιμο προ πολλού. Απαγόρευε σε όλα τα πρόσωπα Ελληνικής ιθαγένειας, την μεταβίβαση της κυριότητος των ακινήτων τους και άλλων εμπράγματων δικαιωμάτων καθώς και κάθε άλλη πράξη που θα είχε σαν συνέπεια την μεταβίβαση των παραπάνω δικαιωμάτων. Επιπλέον δέσμευε υπέρ του Τουρκικού Δημοσίου κάθε τίμημα, πρόσοδο ή εισόδημα που έφεραν τα ακίνητα αυτά καθώς και όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς των Ελλήνων υπηκόων!
Οι επίσημες κατηγορίες και τα «εγκλήματα» που θα φόρτωναν στα θύματά τους, ήταν και αυτά έτοιμα: «Κατασκοπεία σε βάρος της Τουρκίας» και «αποστολή οικονομικής βοήθειας στην Κύπρο»!
Το σχέδιο περιελάμβανε ακόμα την υπ' αριθμόν 35/1964 μυστική απόφαση της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας της Τουρκίας με την οποία καθορίστηκαν οι λεπτομέρειες του eritme programi, δηλαδή ενός προγράμματος εξόντωσης του Ελληνικού πληθυσμού των νησιών Ίμβρος και Τένεδος, ο οποίος από 92% του συνολικού πληθυσμού που ήταν το 1923, σήμερα μειώθηκε σε λιγότερο από 1%, μετά την πλήρη εφαρμογή του προγράμματος αυτού!
Έτσι, από τους πρώτους μήνες του 1964, η Τουρκική κυβέρνηση, έχοντας έτοιμο το επόμενο βήμα του μακροπρόθεσμου σχεδίου εκδίωξης των χριστιανικών πληθυσμών από την Τουρκία, άρχισε να δημιουργεί με αλλεπάλληλα, κατευθυνόμενα δημοσιεύματα ένα εκρηκτικό, ανθελληνικό κλίμα στις Τουρκικές λαϊκές μάζες. Οι δρόμοι της Κωνσταντινούπολης γέμισαν με συνθήματα «Vatandas Turkce Konus», δηλαδή «Πολίτη μίλα Τουρκικά», ώστε να αποτελεί εύκολη υπόθεση η εφαρμογή του δρακόντειου νόμου περί «εξύβρισης του Τουρκισμού» που ίσχυε στην Τουρκία από την δεκαετία του 1930. Όποιος τολμούσε να μιλήσει Ελληνικά σε δημόσιους χώρους, κινδύνευε να κατηγορηθεί ότι έβριζε την Τουρκία!
Διαδοχικές καμπάνιες που συντηρούσαν το κλίμα, στόχευαν στον οικονομικό αποκλεισμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης με έντονα ανθελληνικά συνθήματα: «Οι Ρωμιοί είναι τα μικρόβια που κυκλοφορούν ανάμεσα μας», «Μην τρέφεις κοράκια που θα σου βγάλουν τα μάτια» ή «Κάθε γρόσι στον Ρωμιό γίνεται σφαίρα στους Τούρκους της Κύπρου».
Την 16η Μαρτίου 1964, όταν πλέον το κλίμα είχε προετοιμαστεί κατάλληλα, η Τουρκική κυβέρνηση ανακοίνωσε την καταγγελία της Σύμβασης περί Εγκατάστασης, Εμπορίου και Ναυτιλίας που είχαν υπογράψει οι Μουσταφά Κεμάλ και Ελευθέριος Βενιζέλος το 1930. Αιφνιδιαστικά και μονομερώς.
Η «καταγγελία» βέβαια ήταν η αφορμή, το «φύλλο συκής» που χρησιμοποίησε η Τουρκία για να εκδιώξει με απάνθρωπες και συνοπτικές διαδικασίες περισσότερους από 40.000 Έλληνες χριστιανούς της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι προστατευόταν απόλυτα από το άρθρο 2 της Σύμβασης «Περί της Ανταλλαγής των Ελληνικών και Μουσουλμανικών Πληθυσμών», η οποία αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της Συνθήκης της Λωζάνης!
Με το σύνθημα της «καταγγελίας» της Ελληνοτουρκικής συμφωνίας του 1930, τέθηκαν σε εφαρμογή όλα όσα είχαν προετοιμαστεί:
Άρχισε την λειτουργία του το τέταρτο ειδικό γραφείο της Τουρκικής Ασφάλειας για να «αναλάβει» όσους Έλληνες υπηκόους ζούσαν στην Τουρκία. Άλλωστε είχε ήδη αποκτηθεί κάποια εμπειρία, με την σποραδική απέλαση 50 περίπου προσωπικοτήτων της Ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, αμέσως μετά το πογκρόμ του 1955 και μέχρι το 1962.
Οι τουρκικές εφημερίδες άρχισαν να δημοσιεύουν καταλόγους με ονόματα Κωνσταντινουπολιτών που «αποτελούσαν εθνικό κίνδυνο για την Τουρκία» και έπρεπε να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και την χώρα μέσα σε 24 ώρες. Αργότερα, επειδή ήταν πρακτικά αδύνατη η εφαρμογή του σχεδίου εντός 24 ωρών, η προθεσμία επεκτάθηκε πρώτα σε δύο και μετά σε επτά ημέρες.
Κάθε Έλληνας που έπρεπε να εγκαταλείψει την Τουρκία, έπαιρνε μια ειδοποίηση να εμφανιστεί αμέσως στο τέταρτο ειδικό γραφείο της Τουρκικής Ασφάλειας. Σε πολλές περιπτώσεις η σύλληψη και η μεταφορά στην Τουρκική Ασφάλεια γινόταν επί τόπου. Εκεί κάθε φάκελος «κατηγορουμένου» ενημερωνόταν με νέες φωτογραφίες, μετρήσεις ύψους και βάρους, καταγραφή χρωμάτων ματιών και μαλλιών, αποτυπώματα και άλλες λεπτομέρειες προσωπικών δεδομένων. Ταυτόχρονα, κάθε «κατηγορούμενος» έπρεπε απαραίτητα να υπογράψει και ένα έγγραφο με το οποίο «ομολογούσε» όλες ανεξαιρέτως τις κατηγορίες που του απέδιδαν οι Τουρκικές αρχές.
Όσοι αρνήθηκαν να υπογράψουν φυλακιζόταν μέχρι να αλλάξουν γνώμη. Αυτά που υπέστησαν όμως, έκαναν όλους τους άλλους να μην τολμούν να ζητήσουν ούτε καν να διαβάσουν τι θα υπογράψουν και πολύ περισσότερο, να ζητήσουν κάποιο αντίγραφο αυτών που υπέγραφαν.
Απελαθέντες Έλληνες της Πόλης διασχίζουν τη γέφυρα του Έβρου αφήνοντας πίσω τους τις ζωές και τις περιουσίες τους |
Αρκούσε μέσα σε μια ολόκληρη οικογένεια ένα μόνο πρόσωπο να έχει Ελληνική υπηκοότητα, για να υποχρεωθούν όλοι να εγκαταλείψουν τις πατρογονικές εστίες. Οι απελαθέντες ήταν 10.250 περίπου άτομα επισήμως, αλλά οι πραγματικοί απελαθέντες ήταν περισσότεροι από 40.000!
Όσοι έφευγαν, μπορούσαν να πάρουν μαζί τους μόνο προσωπικό ρουχισμό σε δύο βαλίτσες μέχρι 20 κιλά και το ισόποσο των 20 περίπου δολαρίων της εποχής εκείνης. Και μια σφραγίδα στο διαβατήριο τους με κόκκινα γράμματα: «Ο κάτοχος του παρόντος απελαύνεται υπό των Τουρκικών Αρχών».
Μεταξύ των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που κατηγορήθηκαν από τις Τουρκικές αρχές για «κατασκοπεία σε βάρος της Τουρκίας» και για «αποστολή οικονομικής βοήθειας στην Κύπρο», όπως εμφανιζόταν ανά δεκαήμερο στις λίστες των 150 έως 500 ονομάτων που δημοσίευαν οι Τουρκικές εφημερίδες, περιλαμβανόταν γέροντες και γερόντισσες μεγάλης ηλικίας οι οποίοι σέρνονταν από τα γηροκομεία και τα σπίτια τους για να απελαθούν, τυφλοί που έπρεπε απαραίτητα να συνοδεύονται για να κινηθούν, ανάπηροι πάνω σε αναπηρικά καροτσάκια, άρρωστοι που τους έβγαζαν από τα νοσοκομεία, ακόμα και πεθαμένοι!
Συμπεράσματα: Η Τουρκία υπέγραψε την συνθήκη της Λωζάνης χωρίς να έχει την παραμικρή πρόθεση να εφαρμόσει τις υποχρεώσεις που ανέλαβε απέναντι στην μειονότητα των Ελλήνων που παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, στην Ίμβρο και στην Τένεδο, όπως αποδείχθηκε πλήρως από τα πεπραγμένα της κατά την διάρκεια ενός αιώνα από την υπογραφή της συνθήκης.
Αυτό βέβαια δεν εμπόδισε καθόλου την Τουρκία να αξιοποιήσει την Συνθήκη της Λωζάνης για την αύξηση του πληθυσμού των Ελλήνων πολιτών, μουσουλμάνων το θρήσκευμα, που έμειναν στην Ελληνική Θράκη το 1923 και να χύνει συστηματικά κροκοδείλια δάκρυα για δήθεν καταπίεση τους.
Οι απελάσεις του 1964, υπήρξαν ένα ακόμα καίριο πλήγμα της Τουρκίας στον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολης. Οι Τούρκοι περίμεναν υπομονετικά την εσωτερική αστάθεια της ταραγμένης Ελλάδος του 1964, όπως άλλωστε κάνουν πάντα, σε όλα ανεξαιρέτως τα αποφασιστικά τους χτυπήματα εναντίον του Ελληνισμού.
Η διαχρονική έλλειψη μιας κοινής, σαφέστατης, σταθερής και μακροπρόθεσμης στρατηγικής απέναντι στον κίνδυνο εξ ανατολών, έχει πλέον δημιουργήσει μια άμεση απειλή τόσο για την ακεραιότητα της Ελλάδος όσο και της Κύπρου.
Ας ευχηθούμε να το συνειδητοποιήσουν οι πολιτικές ελίτ σε Ελλάδα και Κύπρο, ώστε να χαράξουν επιτέλους μια κοινή, μακροπρόθεσμη στρατηγική αντιμετώπισης του διαχρονικού, Τουρκικού κινδύνου ο οποίος διαρκώς αποθρασύνεται.
Φτάνει πια, δεν είναι δυνατόν Ελληνικές και Κυπριακές πολιτικές ελίτ να συνεχίσουν να κλείνουν μάτια και αυτιά στα συνεχή και επαναλαμβανόμενα «πεπραγμένα» της Τουρκίας όχι μόνο γιατί βρίσκονται έτη φωτός μακριά από το κοινό λαϊκό αίσθημα, αλλά και γιατί η στάση αυτή αποτελεί εύγλωττη συναίνεση για την συνέχιση τους!
Παρακολουθήστε το ντοκιμαντέρ «50 χρόνια από τις απελάσεις των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης», παραγωγή έτους 2014 του «Σωματείου Ελλήνων Υπηκόων Απελαθέντων εκ Τουρκίας», με την εθελοντική προσφορά της δημοσιογράφου Μάνιας Ζούση, του συγγραφέα και αρθρογράφου Λεωνίδα Κουμάκη, του σκηνοθέτη Γιώργου Κουρμούζα, σε μουσική (επίσης προσφορά) Ευανθίας Ρεμπούτσικα και Νότη Μαυρουδή:
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου