Ώρες τώρα καθόταν και κοιτούσε τα δυο αντικείμενα που βρίσκονταν στο πατρικό της στο χωριό. Τα θυμόταν από τότε που ήταν παιδί. Τα είχε φέρει στο σπίτι ο πατέρας από το λατομείο στο οποίο δούλευε εκείνα τα χρόνια... Έχουν περάσει τόσα χρόνια και αυτά βρίσκονται ακόμη εκεί. Δε θέλει και πολύ το μυαλό να ταξιδέψει, ευκαιρίες ψάχνει...
Καύκαλο χελώνας |
Ο πατέρας δούλευε στο λατομείο. Έβαζε φουρνέλα για να ανατινάζει τους βράχους. Είχε εξελιχθεί σε μεγάλο μάστορα. Είχε μάθει την τέχνη από έναν παλιό αξιωματικό του στρατού, τον πρώτο δυναμιτιστή σε ολάκερη την περιοχή.
Το πέτρινο «κουνουπίδι» |
Η χώρα μας προσπαθούσε να ανασυνταχθεί και να ανοικοδομηθεί επάνω στα συντρίμμια που άφησαν πίσω τους τα προηγούμενα χρόνια ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Εμφύλιος. Το ίδιο συνέβαινε και στην περιοχή μας. Τα λατομεία προσέφεραν τα απαραίτητα αδρανή υλικά τους και τα ασβεστοκάμινα της περιοχής τον απαραίτητο ασβέστη.
Στην αρχή το λατομείο το δούλευαν κάτοικοι από το μικρό χωριό. Ήθελαν την πέτρα για το χτίσιμο των σπιτιών τους. Είχαν δημιουργήσει κατά κάποιον τρόπο έναν άτυπο μικρό συνεταιρισμό.
Γρήγορα όμως το λατομείο πέρασε στα χέρια ιδιώτη εργολάβου, του Γιώργου Χόχωλη, ενός ξενομερίτη από την Πελοπόννησο που ήρθε να δουλέψει στα μεγάλα έργα της Αλεξανδρούπολης την εποχή εκείνη, λιμάνι, δρόμοι κ.α. Έτσι λένε οι παλαιότεροι...
Όπου ήθελαν ν' ανοίξουν δρόμους, να χτίσουν γέφυρες, να σπάσουν πέτρα τον Κοσμά ζητούσαν. Η ζωή του ήταν τα φουρνέλα. Από το λατομείο της Νέας Χηλής στα λατομεία της Μάκρης (του Μινάρδου και του Νίνου) αλλά και αλλού, για να βάζει φουρνέλα. Είπαμε, δίπλα στον κ. Νίκο είχε εξελιχθεί σε μεγάλο μάστορα και όλοι τον ζητούσαν. Είχε πάρει και ειδική άδεια για τη δουλειά του, σαν να λέγαμε σήμερα φουρνελάς με... πιστοποίηση...
1960, Ο Κοσμάς (1ος από δεξιά) στο λατομείο της Νέας Χηλής |
Σκληρή η δουλειά στο λατομείο. Πριν ανάψει το φιτίλι για να προκληθεί η ανατίναξη έπρεπε να ακολουθηθεί ολόκληρη διαδικασία. Κρατώντας το αρίδι (= τρυπάνι) με το αριστερό του χέρι περιέστρεφε τη μανιβέλα με το δεξί για να ανοίξει τρύπα στην πέτρα. Κάθε τόσο έριχνε νερό στη τρύπα για να μαλακώνει η πέτρα. Έκανε την τρύπα όσο πήγαινε με το αρίδι και συνέχιζε με το λοστάρι και εν συνεχεία με το μεγάλο λοστό.
Στη φάση αυτή χρειαζόταν τη συνεργασία του βοηθού του. Καθώς άνοιγε την τρύπα ο συνεργάτης του χτυπούμε με τη βαριοπούλα από πάνω το λοστό, προσπαθώντας να μην του ξεφύγει καμία σφυριά. Πότε - πότε έριχναν νερό στην τρύπα, γιατί έτσι μαλάκωνε κάπως ο βράχος. Όταν έμενε ικανοποιημένος με το άνοιγμα της τρύπας ερχόταν η ώρα των εκρηκτικών. Έριχνε μέσα το μπαρούτι και στη συνέχεια το βραδύκαυστο φιτίλι.
Πάνω από από το μπαρούτι έβαζε λίγο στεγνό χαρτί και στη συνέχεια έριχνε λίγο - λίγο το στεγνό χώμα. Το χώμα που έριχνε κάθε τόσο το κοπάνιζε με την ανάποδη της βαριοπούλας, ώστε να γίνει συμπαγές και να κρατά αντίσταση στη δύναμη των αερίων. Στη συνέχεια έβαζε φωτιά στο φιτίλι με την καύτρα του τσιγάρου του. Πριν το ανάψει όμως φρόντιζε να μην υπάρχει κανείς τριγύρω και φώναζε δυνατά «Βάρδα φουρνέλοοοο»...
Μόλις έσκαγε το φουρνέλο η μυρωδιά του μπαρουτιού και η σκόνη κατακυρίευαν την ατμόσφαιρα! Στη συνέχεια διάλεγαν τις πέτρες σε μια άκρη για να τις φορτώσουν στα φορτηγά και να τις στείλουν στον προορισμό τους.
Πολλές φορές, σαν τελείωνε τη δουλειά του πέρναγε από το καφενείο του Γιάννη. Παρέα με τους φίλους του έπιναν κανένα κρασάκι και έλεγαν τα νέα του χωριού και τις αγωνίες τους. Εκεί, μετά το πρώτο ποτηράκι, έβαζαν στο τζουκ-μποξ το τραγούδι του Μανώλη Αγγελόπουλου...
“Δυναμίτη με φιτίλι
έχεις κούκλα μου στα χείλη
φίλησε με κι ας καούμε
και ας ανατιναχτούμε”
Και δεν έφευγαν από το καφενείο αν δεν χόρευαν και το τραγούδι του Καζαντζίδη...
“Μια καινούργια κοινωνία θε να χτίσω
κι απ’ τον κόσμο φτώχεια κι άδικο να σβήσω
δίχως δάκρυ δίχως βάσανα και μίση
η ανθρώπινη η πλάση πια να ζήσει”
Ήταν χορός βγαλμένος από τα εσώψυχα τους. Χόρευαν τον ζεμπέκικο χωρίς να μιλούν, χωρίς να κοιτούν ο ένας τον άλλον. Ο καθένας μόνος του. Είπαμε η ζεμπεκιά είναι μοναχικός χορός, είναι θρήνος...
Πατέρα δε γνώρισε ο Κοσμάς. Είχε πεθάνει πριν ακόμη γεννηθεί αυτός. Επόμενο ήταν η μάνα του να στρέψει όλη την προσοχή της στο μοναχοπαίδι της. Του είχε παθολογική αγάπη. Και παρόλο που ήταν δύσκολα εκείνα τα χρόνια, φτώχεια, πόλεμος, εμφύλιος εκείνη τον είχε καλομαθημένο το γιο της. Στα χνάρια της βάδιζε και η νέα γυναίκα που μπήκε στο σπιτικό τους.
Έτσι πολλές φορές ανηφόριζε η νέα γυναίκα το δρόμο για το λατομείο μαζί με τη μικρότερή της κόρη, για να του πάει ζεστό φαγητό. Είπαμε ήταν καλομαθημένος ο άνδρας της. Έτσι το βρήκε από την πεθερά της. Τι και αν οι φίλοι του του έλεγαν κάθε φορά: «Γιατί δεν παίρνεις φαγητό από το σπίτι όπως εμείς; Γιατί αφήνεις τη γυναίκα σου να κουράζεται μέσα στη ζέστη με το μωρό;».
Εκείνος γελούσε κάτω από τα μουστάκια του. Τη γυναίκα του δεν την υποχρέωνε κανένας ν΄ ανεβαίνει στο νταμάρι. Ήθελε και ανέβαινε. Με τον τρόπο της το είχε απαιτήσει, ήθελε να βρίσκεται λίγες στιγμές μαζί με τον άνδρα της. Δεν ήταν δα και πολλά χρόνια παντρεμένοι.
Μάιος 1964, ο Κοσμάς στο λατομείο της Νέας Χηλής |
Σαν μεγάλωσε η μεγαλύτερή τους κόρη έστελνε αυτήν στο λατομείο. Έβαζε το φαγητό στο καλαθάκι και το σκέπαζε με μια καθαρή πετσέτα.
«Να προσέχεις καθώς θα πλησιάζεις, μην είναι η ώρα που σκάνε τα φουρνέλα», της έλεγε κάθε φορά και της έδινε ένα φιλί στο μέτωπο και μια κανάτα με δροσερό νερό.
Και εκείνη παρέα με το σκύλο της έπαιρνε το δρόμο του πεδίου βολής που οδηγούσε στο λατομείο. Της άρεσε να πηγαίνει και να συναντά τον πατέρα της. Έφθανε πάντα λίγο πριν το μεσημέρι. Ήταν η ώρα που θα ακουγόταν οι πρώτες εκρήξεις από την ανατίναξη των φουρνέλων. Εκείνος ήδη θα είχε ανοίξει τις τρύπες για να βάλει μέσα τα "λουκούμια" όπως αποκαλούσε το δυναμίτη. Σε λίγο η φωνή του θα ακουγόταν δυνατά, «Βάρδα φουρνέλοοοο»...
Έβλεπε από μακριά τους εργάτες να τρέχουν να κρυφτούν πίσω από κάτι μεγάλους βράχους. Έπειτα από λίγα δευτερόλεπτα έβλεπε και τον πατέρα της να απομακρύνεται και να τρέχει προς το μέρος της. Στην αρχή έτρεμε το μεγάλο θόρυβο που προξενούσαν οι εκρήξεις. Μετά έβλεπε το σύννεφο σκόνης που σηκώνονταν ψηλά στον αέρα.
Τώρα μπορούσε να καταλάβει γιατί ο πατέρας της ερχόταν στο σπίτι σχεδόν πάντα κάτασπρος από τη δουλειά. Ακόμη και το μαύρο μουστάκι του γινόταν κάτασπρο από τη σκόνη.
Πολλές φορές όταν πήγαινε το φαγητό στον πατέρα της έπαιρνε μαζί της ένα από τα αγαπημένα της εικονογραφημένα κλασσικά και όση ώρα εκείνος ξεκουραζόταν και απολάμβανε το φαγητό του εκείνη του διάβαζε. Κάθονταν οι δυο τους στο "γύρο του θανάτου". Λένε πως στον τεράστιο εκείνο χώρο ήταν τα πολυβολεία των Βουλγάρων στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Δύσκολη και επικίνδυνη η δουλειά στο λατομείο. Τα πρώτα συμπτώματα εκδηλώθηκαν με ήπιο ξηρό βήχα. Με την πάροδο του χρόνου ο βήχας γινόταν πιο έντονος και του προκαλούσε πόνο στο στήθος και απόχρεμψη πτυέλων. Αργά αλλά σταθερά άρχισε να έχει προβλήματα με την αναπνοή και αργότερα και με το κυκλοφορικό. Τώρα χρειαζόταν παροχή οξυγόνου. Κάθε τόσο έτρεχε στο νοσοκομείο για να του παρέχουν τις απαραίτητες φιάλες. Του είπαν να κόψει το τσιγάρο. Το έκοψε μαχαίρι. Μα για τη δουλειά ούτε λόγος. Είχε να θρέψει τρία παιδιά. Έτσι συνέχισε να προκαλεί το χάροντα στα πέτρινα τ΄ αλώνια.
Κάποτε τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ. Δεν είχε πια αντοχές. Ο βήχας τον έπνιγε όλο και πιο συχνά. Η δύσπνοια εγκαταστάθηκε μόνιμα στη ζωή του. Οι γιατροί έβγαλαν ετυμηγορία. Πνευμονοκονίαση, είπαν και του έβγαλαν και μια σύνταξη αναπηρίας...
Η κατάστασή του όμως ήταν βεβαρημένη. Το τέλος προδιαγεγραμμένο, δυο μέρες πριν κλείσει τα 62 του χρόνια. Έχουν περάσει 33 χρόνια από το τελευταίο, χωρίς γυρισμό ταξίδι...
Αχ βρε μπαγάσα, περνάς καλά εκεί επάνω;
Ουρανία Πανταζίδου
Υποπλοίαρχος Π.Ν. (ε.α)
Υ.Γ. Τις πληροφορίες για τον τρόπο που έβαζαν τα φουρνέλα παλαιότερα τις άντλησα από το άρθρο "ΟΙ ΠΑΛΙΟΙ ΦΟΥΡΝΕΛΑΔΕΣ - ΕΝΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ ΠΟΥ ΧΑΘΗΚΕ ΣΤΟ ΧΡΟΝΟ" του blog "ΚΤΗΡΙΑΚΗ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ" (http://iliarixto.blogspot.com/2018/05/blog-post_19.html). Κάπως έτσι μου αφηγήθηκε τον τρόπο και η γυναίκα του Κοσμά, έτσι όπως τα θυμόταν από τις διηγήσεις εκείνου...
[post_ads]
Πηγή
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου